πρόσκρουσις

From LSJ

βωμὸν Ἀριστοτέλης ἱδρύσατο τόνδε Πλάτωνος, ἀνδρὸς ὃν οὐδ' αἰνεῖν τοῖσι κακοῖσι θέμις → Aristotle had this altar of Plato set up — Plato, a man whom the wicked dare not even mention in praise

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρόσκρουσις Medium diacritics: πρόσκρουσις Low diacritics: πρόσκρουσις Capitals: ΠΡΟΣΚΡΟΥΣΙΣ
Transliteration A: próskrousis Transliteration B: proskrousis Transliteration C: proskrousis Beta Code: pro/skrousis

English (LSJ)

-εως, ἡ,
A dashing against a thing, Plu.2.696b (pl.).
II offence, πρόσκρουσιν προσκροῦσαί τινι give him offence, Id.Cic.34, cf. 2.138e (pl.), etc.

German (Pape)

[Seite 770] ἡ, das Anstoßen, auch = πρόσκρουμα, Plut. Cic. 34, oft.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
heurt, choc ; fig. offense.
Étymologie: προσκρούω.

Russian (Dvoretsky)

πρόσκρουσις: εως ἡ
1 удар, толчок (προσκρούσεις καὶ πληγκί Plut.);
2 обида, оскорбление (αἱ διαφοραὶ καὶ αἱ προσκρούσεις Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

πρόσκρουσις: -εως, ἡ, τὸ προσκρούειν ἐναντίον τινός, Πλούτ. 2. 696Α. ΙΙ. προσβολή, δυσαρέστησις, πρόσκρουσιν προσκρούειν τινί, προσβάλλειν, δυσαρεστεῖν τινα, ὁ αὐτ. ἐν Κικ. 34, πρβλ. 2. 138Ε, κτλ.

Greek Monotonic

πρόσκρουσις: -εως, ἡ, πρόσκρουση, χτύπημα πάνω σε κάτι, προσβολή, σε Πλούτ.

Middle Liddell

πρόσκρουσις, εως, [from προσκρούω
a dashing against a thing: an offence, Plut.