πτερνιστήρ
Greek Monolingual
ο / πτερνιστήρ, -ῆρος, ΝΜ, και πτερνιστήρα και φτερνιστήρα, ἡ, Μ
μεταλλικό αντικείμενο που προσαρμόζεται στη φτέρνα τών υποδημάτων τών ιππέων και το οποίο έχει αιχμή ή τροχίσκο στο εξωτερικό του άκρο, με τα οποία κεντά ο αναβάτης το υποζύγιο για να τρέξει, κν. σπιρούνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πτερνίζω + επίθημα -τηρ(ας), πρβλ. σωφρονιστήρ].
Greek (Liddell-Scott)
πτερνιστήρ: ῆρος, ὁ, τὸ σιδήριον τὸ προσαρμοζόμενον εἰς τὴν πτέρναν τῶν ὑποδημάτων, κυρίως τῶν ἱππέων ὅπως δι’ αὐτῶν κεντῶσι τοὺς ἵππους, Λέοντ. Τακτ. 6, 4,
Translations
spur
Albanian: mamuz; Arabic: مِهْمَاز; Armenian: խթան; Assamese: আল; Azerbaijani: mahmız; Belarusian: шпора, астрога; Bulgarian: шпора; Catalan: esperó; Chinese Mandarin: 馬刺, 马刺; Czech: ostruha; Danish: spore; Dutch: spoor; Esperanto: sprono; Estonian: kannus; Finnish: kannus; French: éperon; Galician: espora; German: Sporn; Greek: σπιρούνι, σπηρούνι, σπερούνι, πτερνιστήρας, φτερνιστήρας, φτερνιστήρι, πτερνιστήρ; Ancient Greek: κέντρον, μύωψ, πλῆκτρον, πλᾶκτρον; Hebrew: דורבן / דָּרְבָּן; Hindi: महमेज़; Hungarian: sarkantyú; Irish: spor, brod; Italian: sperone; Japanese: 拍車; Kazakh: өкшелік; Khmer: ក្រចាប់; Korean: 박차; Kyrgyz: шпора; Latin: calcar; Macedonian: мамуза; Malay: pacu; Maori: kipa; Middle English: spore; Mongolian: түлхэц; Norwegian Bokmål: spore; Nynorsk: spore; Occitan: esperon; Pashto: مهميز; Persian: مهمیز, اسب انگیز; Polish: ostroga; Portuguese: espora; Romanian: pinten; Russian: шпора; Serbo-Croatian Cyrillic: мамуза, оструга; Roman: mamuza, ostruga; Slovak: ostroha; Slovene: ostroga; Spanish: espuela; Swedish: sporre; Tagalog: tari, espuwelas; Tajik: маҳмез; Tibetan: རྟིང་ལྕགས; Turkish: mahmuz; Ukrainian: острога, шпора; Urdu: مہمیز; Uzbek: shpora, mahmez; Welsh: sbardun, ysbardun