πυελίδα
From LSJ
δι' ἐρημίας πολεμίων πορευόμενος → he marched on without finding any enemy, his route lay through a country bare of enemies
Greek Monolingual
η / πυελίς, -ίδος, ΝΑ, και πυαλίς, -ίδος, Α
1. η κοιλότητα σε δαχτυλίδι για τη στερέωση σφραγιδολίθου
2. κόγχη οφθαλμού
νεοελλ.
η νεφρική πύελος
αρχ.
1. υποδοχή άξονα
2. κάλυκας άνθους
3. (στον τ. πυαλίς) α) σαρκοφάγος, λάρνακα
β) δεξαμενή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πύελος / πύαλος + επίθημα -ίς, -ίδος (πρβλ. τραχηλίς)].