πυελίς
English (LSJ)
-ίδος, ἡ, in a seal-ring,
A setting, socket of the stone, Ar.Fr.315, Lys.Fr.106S.
2 bearing or axlebox, Hero Aut.5.3, Apollod.Poliorc.148.8.
3 eye-socket, Ruf. Anat.9 (sg.), Oss.4 (pl.).
4 cup of the flowers of τιθύμαλλος, Dsc.4.164.
II (mostly in form πυαλίς), sarcophagus, dat. πυαλίδι TAM2(1).249 (Lycia): acc. πυαλεῖδα IGRom.4.1285 (Thyatira): but πυελεῖδα TAM2(1).342 (Lycia).
2 (πυαλίς), reservoir, basin, IG4.823.9,43 (Troezen).
German (Pape)
[Seite 814] ίδος, ἡ, am Siegelringe der Kasten, in welchem der Stein sitzt, die Fassung des Steines, σφραγιδοφυλάκιον, Ar. u. Lys. bei Harpocration.
Greek (Liddell-Scott)
πυελίς: -ίδος, ἡ, ἐν δακτυλίῳ μετὰ σφραγιδολίθου, ἡ θέσις ἢ δέσις τοῦ λίθου, ἡ ἄλλως λεγομένη σφραγιδοφυλάκιον, δηλ. τὸ περικλεῖον τὴν σφραγῖδα καὶ συγκρατοῦν αὐτὴν ἐν τῷ δακτυλίῳ, Λατ. pala ἢ funda, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 297, Λυσίας παρ’ Ἁρποκρ. 2) σαρκοφάγος (ἡ), καὶ γράφεται κατὰ διαφόρους τρόπους, δοτ. πυαλίδι Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθῆκαι) 4224e· αἰτιατ. πυαλεῖδα ἢ πυελεῖδα 3517, 4378 (προσθῆκαι)· ποιαλίδα 4232.
Russian (Dvoretsky)
πυελίς: ίδος (ῐδ) ἡ гнездо, оправа (в перстне для драгоценного камня) Arph., Lys.