πυρίβλητος
Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher
English (LSJ)
πυρίβλητον,
A struck by fire, Nonn. D. 8.355: metaph., fevered, Nic.Th.774.
II Act., = πυροβόλος, ἀκίδες AP12.76 (Mel.), cf. Nonn. D. 30.91.
German (Pape)
[Seite 822] mit Feuer geworfen; Nic. Ther. 774; Maneth. 4, 421; – ἀκίδες, Mel. 17 (XII, 76), akt., = πυροβόλος.
Russian (Dvoretsky)
πῠρίβλητος: мечущий пламя, т. е. жгучий (ἀκίδες Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
πῠρίβλητος: -ον, ὁ βληθείς, κτυπηθεὶς διὰ πυρός, Νόνν. Δ. 8. 355· μεταφ., ὁ πυρέσσων, Νικ. Θηρ. 774. ΙΙ. ἐνεργ. = πυροβόλος· ἀκίδες Ἀνθ. Π. 12. 76, Νόνν. Δ. 30. 91.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
1. (με παθ. σημ.) αυτός που βάλλεται με τη χρήση φωτιάς
2. (με ενεργ. σημ.) αυτός που εκτοξεύει φωτιά («πυρίβλητοι ἀκίδες», Ανθ. Παλ.)
αρχ.
μτφ. αυτός που έχει πυρετό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι- (βλ. λ. πυρ) + -βλητος (< βάλλω), πρβλ. κεραυνόβλητος, χιονόβλητος].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πυρίβλητος -ον [πῦρ, βάλλω] vuurschietend.
Translations
feverish
Burmese: ဖျား; Catalan: febril; Czech: horečnatý; Danish: febril, febersyg, feberhed, feber-; Dutch: koortsig; French: fiévreux; German: fiebrig, febril, fieberhaft; Greek: εμπύρετος; Ancient Greek: ἐμπύρετος, θερμός, πυρετώδης, πυρίβλητος; Irish: fiabhrasach; Italian: febbricoso; Latin: febriculentus; Maori: tūhauwiri; Norwegian Bokmål: febril; Nynorsk: febril; Plautdietsch: feebrich; Portuguese: febril; Spanish: febril; Welsh: poeth