πυραμίδα
Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not
Greek Monolingual
η / πυραμίς, -ίδος, ΝΜΑ
1. συν. στον πληθ. οι πυραμίδες
λίθινα οικοδομήματα μεγάλου μεγέθους με βάση πολυγωνική και πλευρές ισοσκελή τρίγωνα που καταλήγουν σε κοινή κορυφή, τα οποία χρησίμευαν στην αρχαία Αίγυπτο ως βασιλικοί τάφοι («πολλαὶ μὲν εἰσι πυραμίδες», Στράβ.)
2. μαθημ. στερεό σώμα που περιορίζεται από ένα επίπεδο πολύγωνο και από τρίγωνα που έχουν βάσεις τις πλευρές του πολυγώνου και κοινή κορυφή
νεοελλ.
1. (κατ' επέκτ.) κάθε κατασκεύασμα με τέτοιο σχήμα
2. (γεωμορφ.) γεωμορφή βέλονοειδούς σχήματος που απαντά κυρίως στη νότια Λιβύη και σε άλλα τμήματα της νότιας Σαχάρας
3. ανατ. σχηματισμός που θυμίζει πυραμίδα, όπως είναι οι πυραμίδες του προμήκους μυελού στον εγκέφαλο, οι πυραμίδες του σκώληκα της παρεγκεφαλίδας, οι νεφρικές πυραμίδες της μυελώδους ουσίας του νεφρού, η πυραμίδα του κροταφικού οστού
4. φρ. α) «κόλουρη πυραμίδα»
μαθημ. το στερεό που περιορίζεται μεταξύ της βάσης της πυραμίδας και της τιμής της από ένα επίπεδο που τέμνει όλες τις παράπλευρες έδρες της
β) «πυραμίδα αριθμών»
βιολ. γραφική παράσταση σε σχήμα πυραμίδας τών αριθμητικών σχέσεων μιας βιοκοινότητας, η οποία παρουσιάζει τον αριθμό τών ζωντανών οργανισμών που υπάρχουν σε κάθε τροφικό επίπεδο μιας τροφικής αλυσίδας
γ) «πυραμίδα βιομάζας»
βιολ. γραφική παράσταση σε σχήμα πυραμίδας τών σχέσεων της βιομάζας μιας κοινότητας που παρουσιάζει την ποσότητα της ζωντανής ουσίας, υπολογισμένης ως συνολικό ξηρό βάρος, σε κάθε τροφικό στάδιο μιας τροφικής αλυσίδας
δ) «πυραμίδα ενέργειας»
βιολ. γραφική παράσταση, σε σχήμα πυραμίδας, τών ενεργειακών σχέσεων μιας βιοκοινότητας, στην οποία η συνολική διαθέσιμη ενέργεια στη μονάδα του χρόνου σε κάθε διαδοχικό τροφικό στάδιο είναι ανάλογη με το πλάτος της πυραμίδας στο κατάλληλο ύψος
ε) «πυραμίδα του πληθυσμού»
(κοινων.) γραφική παράσταση που απεικονίζει τη δομή του πληθυσμού, δηλαδή την κατανομή του κατά κατηγορίες βάσει του φύλου και της ηλικίας, σε μια συγκεκριμένη στιγμή
στ) «τροφική πυραμίδα»
βιολ. γραφική παράσταση που εκφράζει τις σχέσεις μιας τροφικής αλυσίδας από άποψη αριθμού ατόμων («πυραμίδα αριθμών»), μάζας («πυραμίδα μάζας») ή ενεργειακής απόδοσης («πυραμίδα ενέργειας»)
αρχ.
1. πυραμιδοειδής αριθμός
2. όνομα αγροικίας ή και πηγής
3. είδος πίτας από σιτάρι και μέλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πυραμίς με τη σημ. «είδος πίτας από σιτάρι και μέλι» (πρβλ. και πυραμοῦς) έχει σχηματιστεί από τη λ. πυρός «σίτος» αναλογικά προς το σησ-αμίς. Η προέλευση, όμως, της λ. με τη σημ. του γεωμετρικού σχήματος παραμένει άγνωστη. Η άποψη ότι το γεωμετρικό σχήμα ονομάστηκε έτσι λόγω της ομοιότητάς του προς το σχήμα του γλυκίσματος, καθώς και η θεώρηση της λ. ως δανείου από το αιγυπτιακό pr-m-us «ύψος» δεν θεωρούνται πιθανές].
Translations
pyramid
Albanian: piramidë; Arabic: هَرَم; Egyptian Arabic: هرم; Armenian: բուրգ; Asturian: pirámide; Azerbaijani: piramida, ehram; Basque: piramide; Belarusian: пірамі́да; Bengali: পিরামিড; Bulgarian: пирамида; Burmese: ပိရမစ်; Catalan: piràmide; Chinese Mandarin: 金字塔; Czech: pyramida; Danish: pyramide; Dutch: piramide; Esperanto: piramido; Estonian: püramiid; Finnish: pyramidi; French: pyramide; Galician: pirámide; Georgian: პირამიდა; German: Pyramide; Greek: πυραμίδα; Ancient Greek: πυραμίς; Hebrew: פִּירָמִידָה; Hindi: पिरमिड, पिरामिड, पीरामिड, अहराम; Hungarian: piramis; Icelandic: pýramídi; Indonesian: piramida, piramid; Irish: pirimid; Italian: piramide; Japanese: ピラミッド, 金字塔; Kazakh: пирамида; Korean: 피라미드, 금자탑; Kurdish Central Kurdish: ھەرەم; Northern Kurdish: ehram, pîramîd; Kyrgyz: пирамида; Latin: pyramis; Latvian: piramīda; Lithuanian: piramidė; Macedonian: пирамида; Malagasy: rirakitso; Malay: piramid; Maltese: piramida; Mongolian: пирамид, овооллого; Nahuatl: tzacualli; Norwegian Bokmål: pyramide; Nynorsk: pyramide; Pashto: هرم; Persian: هرم, پیرامید, سنبوسه; Polish: piramida; Portuguese: pirâmide; Romanian: piramidă; Russian: пирамида; Sanskrit: सूचि; Serbo-Croatian Cyrillic: пирамида; Roman: piramida; Sindhi: اهرام; Sinhalese: පිරමිඩ; Slovak: pyramída; Slovene: piramida; Spanish: pirámide; Swahili: piramidi, haram; Swedish: pyramid; Tagalog: tagilo; Tajik: пирамида, ҳирам; Thai: พีระมิด; Turkish: piramit; Turkmen: piramida; Ukrainian: пірамі́да; Urdu: ہرم, پرامڈ, پرمڈ; Uyghur: پرامىدا; Uzbek: piramida, ehrom; Vietnamese: kim tự tháp; Volapük: piramid; Western Panjabi: ہرم; Yiddish: פּיראַמיד