πυρεύς
From LSJ
Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück
English (LSJ)
-έως, ὁ, (πῦρ)
A one who lights fire or one who burns, Hsch. (pl.); πυρις (sic), = flamines, Glossaria (fort. ἱερεῖς).
II fire-proof vessel, cj. in AP13.13.
German (Pape)
[Seite 821] ὁ, der Feuer Anzündende, Hesych. – Ein sonst unbekanntes Gefäß, πυρῆ' ἀνέθηκε, Ep. ad. 119 (XIII, 13).
French (Bailly abrégé)
έως (ὁ) :
sorte de réchaud.
Étymologie: πῦρ.
Russian (Dvoretsky)
πῠρεύς: έως ὁ предполож. жаровня Anth.
Greek (Liddell-Scott)
πῠρεύς: έως, ὁ, (πῦρ), πυρπολητής, Ἡσύχ. ΙΙ. σκεῦος ἀντέχον εἰς τὸ πῦρ, Ἀνθ. Π. 13. 13.
Greek Monolingual
-έως, ὁ, Α πυρεύω
(κατά τον Ησύχ.)
1. εμπρηστής, πυρπολητής
2. σκεύος που αντέχει στη φωτιά.
Greek Monotonic
πῠρεύς: -έως, ὁ (πῦρ), ανθεκτικό στη φωτιά σκεύος, πυρίμαχο σκεύος, σε Ανθ.