πυροβολικός

From LSJ

δός μοι πᾷ στῶ καὶ τὰν γᾶν κινήσω → give me a place to stand and I will move the earth, give me a place to stand and I'll move the earth, give me the place to stand and I shall move the earth, give me a place to stand and with a lever I will move the whole world, give me a firm spot to stand and I will move the world, give me a lever and a place to stand and I will move the earth, give me a fulcrum and I shall move the world

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό, Ν
1. αυτός που ανήκει η αναφέρεται στο πυροβόλο
2. το θηλ. ως ουσ. η πυροβολική
στρ. η τεχνική της ανάπτυξης, χρησιμοποίησης και συντήρησης όλων τών πολεμικών όπλων που χαρακτηρίζονται ως πυροβόλα, δηλ. ως όπλα που βάλλουν βλήματα μεγάλου διαμετρήματος
3. το ουδ. ως ουσ. το πυροβολικό
στρ. α) όπλο του στρατού ξηράς, το δεύτερο κατά ιεράρχηση, και το κύριο όπλο παροχής πυρών υποστήριξης τών μονάδων ελιγμού, δηλαδή του πεζικού και τών τεθωρακισμένων σε οποιαδήποτε τακτική κατάσταση, γιατί μπορεί να προσβάλει αποτελεσματικά στόχους επιφανείας
β) το σύνολο τών πυροβόλων πολεμικού πλοίου καθώς και το προσωπικό που τά χειρίζεται.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυροβόλο. Η λ., στο ουδ. πυροβολικόν, μαρτυρείται από το 1822 στα Ἔγγραφα τῆς Ἑλληνικῆς Κυβερνήσεως].