πυροβολικός

From LSJ

καλῶς δρῶν ἐξαμαρτεῖν μᾶλλοννικᾶν κακῶς → I would prefer to fail with honor than to win by evil | I prefer to fail by acting rightly rather than win by acting wrongly | Better fail by doing right, than win by doing wrong (Sophocles, Philoctetes 95)

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό, Ν
1. αυτός που ανήκει η αναφέρεται στο πυροβόλο
2. το θηλ. ως ουσ. η πυροβολική
στρ. η τεχνική της ανάπτυξης, χρησιμοποίησης και συντήρησης όλων τών πολεμικών όπλων που χαρακτηρίζονται ως πυροβόλα, δηλ. ως όπλα που βάλλουν βλήματα μεγάλου διαμετρήματος
3. το ουδ. ως ουσ. το πυροβολικό
στρ. α) όπλο του στρατού ξηράς, το δεύτερο κατά ιεράρχηση, και το κύριο όπλο παροχής πυρών υποστήριξης τών μονάδων ελιγμού, δηλαδή του πεζικού και τών τεθωρακισμένων σε οποιαδήποτε τακτική κατάσταση, γιατί μπορεί να προσβάλει αποτελεσματικά στόχους επιφανείας
β) το σύνολο τών πυροβόλων πολεμικού πλοίου καθώς και το προσωπικό που τά χειρίζεται.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυροβόλο. Η λ., στο ουδ. πυροβολικόν, μαρτυρείται από το 1822 στα Ἔγγραφα τῆς Ἑλληνικῆς Κυβερνήσεως].