ρεζίλεμα
From LSJ
νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖιν → godly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet
Greek Monolingual
το, Ν ρεζιλεύω
1. πράξη ή πάθημα που προκαλεί γελοιοποίηση, εξευτελισμό, ντρόπιασμα
2. γελοιοποίηση, εξευτελισμός, ντρόπιασμα
3. διαπόμπευση.