ρώβα
From LSJ
οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότε → after taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured
η, Ν
κοινή ονομασία είδους τριχωτής αράχνης, αλλ. ρώγα και ρωγαλίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ρώγα].