σαλιάρα

From LSJ

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source

Greek Monolingual

η, Ν
1. τεμάχιο από ύφασμα ή από πλαστικό που δένεται γύρω από τον λαιμό και σκεπάζει το στήθος τών μικρών παιδιών για να μην λερώνονται από τα σάλια που τους διαφεύγουν από το στόμα
2. γενική κοινή ονομασία περκόμορφων ιχθύων της πολυπληθούς υπόταξης βλεννιοειδείς και, ιδίως, της οικογένειας βλεννιίδες, τών οποίων κύρια χαρακτηριστικά είναι η πλήρης σχεδόν απουσία λεπιών και η στιλπνή βλεννώδης έκκριση που καλύπτει το σώμα τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του θηλ. του επιθ. σαλιάρης].