σείστρο

From LSJ

Ἀνὴρ δίκαιός ἐστιν οὐχ ὁ μὴ ἀδικῶν, ἀλλ' ὅστις ἀδικεῖν δυνάμενος μὴ βούλεται → Non iustus omnis abstinens iniuriae est, sed qui nocere quum potest, tunc abstinet → Gerecht ist nicht schon der Mann, der kein Unrecht tut, sondern wer Unrecht tuen könnte, doch nicht will

Menander, Monostichoi, 639

Greek Monolingual

το / σεῖστρον, ΝΑ
1. ιδιόφωνο μουσικό όργανο, γνωστό ακόμη από την αρχαιότητα, που αποτελείται από ξύλινο, πήλινο ή μεταλλικό σκελετό και εγκάρσιες ράβδους στις οποίες είναι περασμένα θορυβογόνα αντικείμενα που ηχούν όταν σείεται το όργανο («με σάπλιγγες και τύμπανα και κύμβαλα και σείστρα», Πορφύρ.)
2. (ως παιδικό παιχνίδι) κουδουνίστρα.
νεοελλ.
1. συν. στον πληθ. τα σείστρα
οι γλωσσίδες μικρών κουδουνιών
αρχ.
πορνείο, χαμαιτυπείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σείω (πρβλ. σειστός) + επίθημα -τρον (πρβλ. στέγαστρον)].