σηψαιμία

From LSJ

ἐπ' αὐτὸν ἐπενθρῴσκει πυρὶ καὶ στεροπαῖς ὁ Διὸς γενέτας, δειναὶ δ' ἅμ᾽ ἕπονται κῆρες ἀναπλάκητοι → the son of Zeus is springing upon him with fiery lightning, and with him come the dread unerring Fates

Source

Greek Monolingual

η, Ν
ιατρ. σοβαρή λοίμωξη του αίματος στην οποία υπάρχει συνδυασμός βακτηραιμίας, δηλαδή παρουσίας βακτηρίων, και τοξιναιμίας, δηλαδή παρουσίας τοξινών, στην κυκλοφορία, λοίμωξη η έναρξη της οποίας σηματοδοτείται από υψηλό πυρετό, ρίγη, αδυναμία και υπερβολική εφίδρωση, που ακολουθούνται από πτώση της αρτηριακής πίεσης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σήψη + -αιμία (< αίμα), πρβλ. αν-αιμία. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον Σπ. Γούζαρη].