Ὅσον ζῇς, φαίνου, μηδὲν ὅλως σὺ λυποῦ· πρὸς ὀλίγον ἐστὶ τὸ ζῆν, τὸ τέλος ὁ χρόνος ἀπαιτεῖ. → While you live, shine; have no grief at all; life exists only for a short while, and time demands its toll.
Full diacritics: σῑτοθήκη | Medium diacritics: σιτοθήκη | Low diacritics: σιτοθήκη | Capitals: ΣΙΤΟΘΗΚΗ |
Transliteration A: sitothḗkē | Transliteration B: sitothēkē | Transliteration C: sitothiki | Beta Code: sitoqh/kh |
ἡ, granary, Them.Or.18.221 b (pl.).
[Seite 885] ἡ, Getreidebehälter, Sp.
σῑτοθήκη: ἡ, ἀποθήκη σίτου, σιτοβολών, Θεμίστ. 221Β.
ἡ, ΜΑ
σιταποθήκη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + θήκη (< τίθημι), πρβλ. οστεοθήκη.