σιωπητέος

From LSJ

Μηδέν ποτε κοινοῦ τῇ γυναικὶ χρήσιμον → Utile communicato mulieri nihil → Nie teile etwas Wertvolles mit deiner Frau

Menander, Monostichoi, 361
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῐωπητέος Medium diacritics: σιωπητέος Low diacritics: σιωπητέος Capitals: ΣΙΩΠΗΤΕΟΣ
Transliteration A: siōpētéos Transliteration B: siōpēteos Transliteration C: siopiteos Beta Code: siwphte/os

English (LSJ)

α, ον,
A to be passed over in silence, Luc.Hist. Conscr.27.
II σιωπητέον, one must pass over in silence, ib.6.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
adj. verb. de σιωπάω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σιωπητέος -α -ον [σιωπάω] waarover gezwegen moet worden.

Russian (Dvoretsky)

σιωπητέος: Luc. adj. verb. к σιωπάω.

Greek Monotonic

σιωπητέος: -α, -ον, ρημ. επίθ. του σιωπάω·
I. αυτός που πρέπει να αποσιωπηθεί, σε Λουκ.
II. σιωπητέον, κάτι που πρέπει να αποσιωπηθεί, στον ίδ.

Greek (Liddell-Scott)

σιωπητέος: -α, -ον, ῥηματ. ἐπίθετ., ὃν πρέπει τις νὰ παρέλθῃ ἐν σιωπῇ, Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 35. ΙΙ. σιωπητέον, πρέπει τις νὰ παρέλθῃ ἐν σιωπῇ, αὐτόθι 6.

Middle Liddell

σιωπητέος, η, ον, verb. adj. of σιωπάω
I. to be passed over in silence, Luc.
II. σιωπητέον, one must pass over in silence, Luc.