σκάπετος

From LSJ

Παρθένε, ἐν ἀκροπόλει Τελεσῖνος ἄγαλμ' ἀνέθηκεν, Κήττιος, ᾧ χαίρουσα, διδοίης ἄλλο ἀναθεῖναι → O Virgin goddess, Telesinos from the deme of Kettos has set up a statue on the Acropolis. If you are pleased with it, please grant that he set up another

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκάπετος Medium diacritics: σκάπετος Low diacritics: σκάπετος Capitals: ΣΚΑΠΕΤΟΣ
Transliteration A: skápetos Transliteration B: skapetos Transliteration C: skapetos Beta Code: ska/petos

English (LSJ)

[ᾰ], ἡ, (σκάπτω)
A trench, SIG241 A15 (Delph., iv B.C.), Klio 16.170 (Delph.), IG4.823.47 (Troezen), Hsch.; σκάπεδος, IG7.17 (Megara):—mostly in form κάπετος (q.v.).

German (Pape)

[Seite 889] ὁ, = κάπετος, Graben, Grube.

Greek (Liddell-Scott)

σκάπετος: ὁ, (σκάπτω) ὡς ἀπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ τύπῳ κάπετος, ὃ ἴδε· σκαφετός καὶ σκαφητός μνημονεύονται ὡσαύτως ὑπὸ τῶν γραμματικῶν. - Καθ’ Ἡσύχ.: «τάφρος, ἄλλοι τάφος».

Greek Monolingual

και σκάπεδος, ἡ, Α
τάφρος, λάκκος ή, κατ' άλλους, τάφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σκαπ- του σκάπτω (βλ. λ. σκάβω) + επίθημα -ετος (πρβλ. πάχετος). Ο τ. σκάπεδος αναλογικά προς τα πέδον, δάπεδον.

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: the digging (Megara)
Other forms: Also κάπετος id. (Il., Hp.)
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: I assume that this word is Pre-Greek; see the discussion under σκάπτω.