σκαφίδι

From LSJ

χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill

Source

Greek Monolingual

(I)
το / σκαφίδιον, ΝΜΑ
υποκορ.
1. μικρή σκάφη
2. ελαφρύ πλοίο, μικρό πλεούμενο
νεοελλ.
1. (χωρίς υποκορ. σημ.) σκάφη
2. τεμάχιο του μηχανισμού επαναληπτικών τυφεκίων που χρησιμεύει για τη μεταφορά τών φυσιγγίων από την αποθήκη στην είσοδο της θαλάμης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σκαφ- του σκάπτω + υποκορ. κατάλ. -ίδιον. Η λ. λειτουργεί ως υποκορ. και της λ. σκάφη και της λ. σκάφος.σκαφίδιο (II)
το, Ν
1. ζωολ. γένος κολεόπτερων εντόμων
2. βοτ. γένος ποωδών φυτών.