σκυταλίδα
Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn
Greek Monolingual
η / σκυταλίς, -ίδος, ΝΑ
υποκορ. νεοελλ. ναυτ. φωτοβολίδα που έχει διάφορα χρώματα και η οποία ρίχνεται ψηλά με σωλήνα για την μεταβίβαση μηνύματος ή για την σήμανση τη νύχτα, στη διάρκεια γυμνασίων ή πολεμικών επιχειρήσεων
αρχ.
1. μικρό ραβδί ή μικρό ρόπαλο («σκυταλίδα δὲ ἐμβαλὼν περιάγει καὶ ἀποπνίγει [τὸ ἱρήιον]», Ηρόδ.)
2. (ως όπλο) ρόπαλο
3. μοχλός που χρησιμοποιούσαν οι ψαράδες για να σύρουν τα δίχτια στη στεριά
4. ράβδος φορείου
5. ταινία ή ράβδος μεταλλική
6. μηχανή με την οποία εκσφενδόνιζαν φλεγόμενα υλικά
7. καθένα από τα οστά τών δακτύλων, φάλαγγα
8. ενεπίγραφη πινακίδα
9. παραφυάδα δένδρου
10. εύκαμπτο κλαδάκι ιτιάς
11. όργανο που χρησιμοποιούσαν για την μάλαξη τών μυών του σώματος
12. είδος μικρού καβουριού
13. είδος κάμπιας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκυτάλη + επίθημα -ίς, -ίδος (πρβλ. πινακίς)].