σκυτώδης
From LSJ
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
English (LSJ)
σκυτώδες, like leather, Arist.HA622a21.
German (Pape)
[Seite 909] ες, lederartig, Arist. H. A. 9, 37.
Russian (Dvoretsky)
σκῡτώδης: покрытый как бы кожей (Arst. - v.l. κητώδης).
Greek (Liddell-Scott)
σκῡτώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς δέρμα, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 37, 24.
Greek Monolingual
-ῶδες, Α σκῡτος
όμοιος με δέρμα («oἱ δὲ ἄρρενες σκυτώδεις τε γιγνονται καὶ γλίσχροι», Αριστοτ.).