Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σμυρτιά

From LSJ

Ἐν μυρίοισι τὰ καλὰ γίγνεται πόνοις → Magni est laboris, quicquid est pulchri uspiam → Das Schöne formt in tausendfältgen Mühen sich

Menander, Monostichoi, 176

Greek Monolingual

και σμερτιά, η, Ν
κοινή ονομασία του φυτού Μyrtus communis του γένους μύρτος, η μυρτιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυρτιά με προθετικό -σ- (πρβλ. σκόνη: κόνις), από τη συνεκφορά του άρθρου με το όν. στον τ. της γεν. της μυρτιάς. Ο τ. σμερτιά με τροπή του / i / σε / e / πριν από το -ρ- (πρβλ. μυρσίνη: μερσίνη, σίδηρος: σίδερο)].