σούρουπο

From LSJ

πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher

Source

Greek Monolingual

το, Ν
το λυκόφως, η μετά την δύση του ηλίου και πριν από την νύχτα ώρα, σουρούπωμα, σύθαμπο, μούχρωμα («ρόδινο σούρουπο, ώρα μυροφόρα», Μαβίλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο τ. σύρρυπον (< σύν + ῥύπος), πρβλ. σύθαμπο].