σπινθηροβολώ

From LSJ

Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann

Menander, Monostichoi, 363

Greek Monolingual

σπινθηροβολῶ, -έω, ΝΜΑ
1. εκπέμπω σπινθήρες, σπιθοβολώ
2. εκπέμπω φωτεινές ακτίνες, φεγγοβολώ, ακτινοβολώ
νεοελλ.
μτφ. παρέχω δείγματα υψηλής ευφυΐας και ανώτερης πνευματικότητας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπινθήρ(ας) + -βολῶ (< -βόλος < βάλλω), πρβλ. ῥιζοβολῶ].