Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σπῆλυγξ

From LSJ

Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous

Euripides, Melanippe Captiva, Fragment 6.11
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπῆλυγξ Medium diacritics: σπῆλυγξ Low diacritics: σπήλυγξ Capitals: ΣΠΗΛΥΓΞ
Transliteration A: spē̂lynx Transliteration B: spēlynx Transliteration C: spilygks Beta Code: sph=lugc

English (LSJ)

υγγος, ἡ, = σπήλαιον, cave, οἰκεῖ σπήλυγγας Arist.HA616b26, cf. Theoc. 16.53, A.R.2.568; Νυμφῶν ὑπὸ σ. αὐτόστεγον Dionys. Trag.1; πόντος ἐνὶ σπήλυγξι βαθείαις Hymn.Is.151.

German (Pape)

[Seite 921] υγγος, ἡ, wie σπήλαιον, Höhle; Ap. Rh. 2, 568; Lycophr. 46 u. a. sp. D.

French (Bailly abrégé)

υγγος (ἡ) :
caverne, antre, grotte.
Étymologie: cf. lat. spelunca.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σπῆλυγξ -υγγος, ἡ [σπήλαιον] grot, hol, spelonk.

Russian (Dvoretsky)

σπῆλυγξ: υγγος ἡ пещера Arst., Theocr., Anth.

Greek (Liddell-Scott)

σπῆλυγξ: -υγγος, ἡ, (σπέος) = σπήλαιον, Λατ. spelunca, οἰκεῖ σπήλυγγα Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 17, 2, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 568· Νυμφῶν σπ. αὐτόστεγον Διονύσ. παρ’ Ἀθην. 401F· πόντος ἐνὶ σπήλυγξι βαθείαις Ἑλλ. Ἐπιγραμμ. 1028. 61. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σπήλυγγες· τὰ κοῖλα τῆς γῆς, σπήλαια».

Greek Monolingual

ἡ, Α
σπήλαιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. σπήλαιο].