στερέωση
From LSJ
Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter
Greek Monolingual
η / στερέωσις, -ώσεως, ΝΜΑ [[στερεῶ, -ώνω]]
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του στερεώνω, σταθεροποίηση, παγίωση, εδραίωση, στέριωμα
νεοελλ.
1. (υφαντ.) διαδικασία που εφαρμόζεται στα μάλλινα υφάσματα για τη διατήρηση τών νημάτων στις θέσεις που τους δόθηκαν κατά την ύφανση και πραγματοποιείται συνήθως με ατμό και πρεσάρισμα του υφάσματος
2. (φωτογρ.) επεξεργασία του φωτογραφικού φιλμ για την απομάκρυνση τών αλάτων του αργύρου που απομένουν μετά την εμφάνιση της φωτογραφίας, που πραγματοποιείται με διάλυμα υποθειώδους νατρίου.