στιλβηδών
From LSJ
λύχνον μεθ' ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων ἄνθρωπον ζητῶ → he lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, I am looking for a man
English (LSJ)
-όνος, ἡ,
A brilliance, brightness, polish, σ. δέχεται Thphr. HP 5.4.2.
2 flashing, (ὀφθαλμῶν) Phld.Ir. p.5 W.(pl.); of stars, twinkling, Simp.in Cael. 453.21; τῶν ὁρώντων ὀφθαλμῶν σ., as expl. of St. Elmo's Fire, Placit.2.18.2.
German (Pape)
[Seite 943] όνος, ἡ, = στίλβη; Suid., Schol. Soph. El. 104.
French (Bailly abrégé)
όνος (ἡ) :
lueur, éclat.
Étymologie: στίλβω.
Russian (Dvoretsky)
στιλβηδών: όνος ἡ сверкание, блеск (τῶν ὀφθαλμῶν στιλβηδόνες Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
στιλβηδών: -όνος, ἡ, λαμπρότης, στιλπνότης, «γυαλάδα», «λοῦστρον», στ. λαβεῖν Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 4, 2· ὀφθαλμῶν Πλούτ. 2. 889D.
Greek Monolingual
-όνος, ΜΑ
βλ. στιλβηδόνα.