Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

στρογγυλοπρόσωπος

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στρογγῠλοπρόσωπος Medium diacritics: στρογγυλοπρόσωπος Low diacritics: στρογγυλοπρόσωπος Capitals: ΣΤΡΟΓΓΥΛΟΠΡΟΣΩΠΟΣ
Transliteration A: strongyloprósōpos Transliteration B: strongyloprosōpos Transliteration C: stroggyloprosopos Beta Code: stroggulopro/swpos

English (LSJ)

στρογγυλοπρόσωπον, round-faced, Arist.HA495a2, Phgn.807b33, PPetr.3p.4 (iii B.C.), PCair.Zen.76.9 (iii B.C., τρ-), PGrenf.1.25 (2).12 (ii B.C.), etc.

German (Pape)

[Seite 955] mit rundem Gesichte, Arist. H. A. 1, 6 physiogn. 3.

Russian (Dvoretsky)

στρογγῠλοπρόσωπος: круглолицый Arst.

Greek (Liddell-Scott)

στρογγῠλοπρόσωπος: -ον, ὁ ἔχων στρογγύλον πρόσωπον, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 16, 4, Φυσιογν. 3, 5.

Greek Monolingual

-η, -ο / στρογγυλοπρόσωπος, -ον, ΝΑ
αυτός που έχει στρογγυλό πρόσωπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρογγύλος + -πρόσωπος (< πρόσωπον), πρβλ. μικροπρόσωπος.