στρογγυλόλοβος

From LSJ

Εὐδαίμονες οἷσι κακῶν ἄγευστος αἰών → Blessed are those whose lives have no taste of suffering

Sophocles, Antigone, 583
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στρογγῠλόλοβος Medium diacritics: στρογγυλόλοβος Low diacritics: στρογγυλόλοβος Capitals: ΣΤΡΟΓΓΥΛΟΛΟΒΟΣ
Transliteration A: strongylólobos Transliteration B: strongylolobos Transliteration C: stroggylolovos Beta Code: stroggulo/lobos

English (LSJ)

στρογγυλόλοβον, with round pods, ib.8.5.2.

German (Pape)

[Seite 955] mit runder Schote (?).

Greek Monolingual

-ον, Α
(για καρπό) αυτός που έχει στρογγυλό λουβίδι, στρογγυλό φλοιό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρογγύλος + λοβός «λουβίδι, φλοιός» (πρβλ. μακρόλοβος)].