συμβάδην
From LSJ
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
German (Pape)
[Seite 976] adv., mit zusammengehaltenen, geschlossenen Füßen, Gegensatz περιβάδην, Nicet.
Greek (Liddell-Scott)
συμβάδην: [ᾰ], Ἐπίρρ., μὲ τοὺς πόδας ἡνωμένους, ἀντίθετ. τῷ περιβάδην (μὲ διεστηκότας τοὺς πόδας, οἷον ὅταν τις ἱππεύῃ), Νικήτας 41Α· πρβλ. συστάδην.
Greek Monolingual
Μ
επίρρ. με τα πόδια ενωμένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συμβαίνω + επιρρμ. κατάλ. -δην (πρβλ. περιβάδην), βλ. και λ. βάδην.