συμμάρτυρος
From LSJ
φελένη καὶ φάναξ καὶ φοῖκος καὶ φαήρ → Ἑλένη καὶ ἄναξ καὶ οἶκος καὶ ἀήρ | Helen, lord, house, and air
English (LSJ)
συμμάρτυρον, configurate, of planets, Man.6.393,441.
German (Pape)
[Seite 980] = συμμάρτυρ, Man. 6, 442.
Greek (Liddell-Scott)
συμμάρτῠρος: -ον, = συμμάρτυς, Μανέθων 6. 393.
Greek Monolingual
-ον, Α
(για πλανήτη) αυτός που έχει σχετική θέση προς κάποιον άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -μάρτυρος (< μάρτυς, -υρος «[αστρολ.] αυτός που βρίσκεται απέναντι σε κάποιον άλλον»)].