συνένωση

From LSJ

Sunt verba voces quibus hunc lenire dolorem possis, magnam morbi deponere partem → Words will avail the wretched mind to ease and much abate the dismal black disease.

Horace, Epistles 1.34

Greek Monolingual

η / συνένωσις, -ώσεως, ΝΜΑ [[συνενῶ, -ώνω]]
ένωση δύο ή περισσότερων προσώπων ή πραγμάτων σε ένα ενιαίο σύνολο
νεοελλ.
1. βιολ. α) κατηγορία στην ταξινόμηση τών βιοκοινωνιών στα συστήματα μελέτης συγκεκριμένων τόπων
β) (γενικά) μεγάλη συγκέντρωση οργανισμών σε μια συγκεκριμένη περιοχή, όπου κυριαρχούν ένα ή δύο είδη, ή ομάδα φυτών που φύονται μαζί και σχηματίζουν μια μικρή μονάδα φυσικής βλάστησης
2. φρ. «χρωμοσωμική συνένωση»
βιολ. ένωση δύο χρωμοσωμάτων με τα κεντρομερή τους.