συνδιάθεσις
From LSJ
ἐπεὰν νῶτον ὑὸς δελεάσῃ περὶ ἄγκιστρον, μετιεῖ ἐς μέσον τὸν ποταμόν, ὁ κροκόδειλος ἵεται κατὰ τὴν φωνήν, ἐντυχὼν δὲ τῷ νώτῳ καταπίνει → when he has baited a hog's back onto a hook, he throws it into the middle of the river, ... the crocodile lunges toward the voice of a squealing piglet, and having come upon the hogback, swallows it
German (Pape)
[Seite 1007] ἡ, gemeinschaftliche Stimmung, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
συνδιάθεσις: ἡ, κοινὴ διάθεσις, συμφωνία ὁμοθυμία, Διονύσ. Ἀλεξ. 1241Β.
Greek Monolingual
-έσεως, ἡ, ΜΑ συνδιατίθημι
ομοθυμία, συμφωνία.