συνδιαπλάσσω

From LSJ

ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνδιαπλάσσω Medium diacritics: συνδιαπλάσσω Low diacritics: συνδιαπλάσσω Capitals: ΣΥΝΔΙΑΠΛΑΣΣΩ
Transliteration A: syndiaplássō Transliteration B: syndiaplassō Transliteration C: syndiaplasso Beta Code: sundiapla/ssw

English (LSJ)

set a fracture, Pall. in Hp.Fract.12.278C.

Greek Monolingual

Μ
ανατάσσω σπασμένο οστό ώστε να επέλθει συγκόλληση με το πέρασμα του χρόνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + διαπλάσσω «αποκαθιστώ σπασμένο μέλος ή κόκαλο»].