συνείσειμι

From LSJ

Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist

Menander, Monostichoi, 257
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνείσειμι Medium diacritics: συνείσειμι Low diacritics: συνείσειμι Capitals: ΣΥΝΕΙΣΕΙΜΙ
Transliteration A: syneíseimi Transliteration B: syneiseimi Transliteration C: syneiseimi Beta Code: sunei/seimi

English (LSJ)

(εἶμι ibo) go in together or enter together, Id.Resp.472a9, Col.794a26; δεῦρο σὺ ξυνείσιθι ἐμοί Athenio 1.45.

German (Pape)

[Seite 1011] (s. εἶμι), mit od. zugleich hineingehen, Sp., wie Plut.

French (Bailly abrégé)

entrer ensemble ou en même temps.
Étymologie: σύν, εἴσειμι.

Russian (Dvoretsky)

συνείσειμι:
1 одновременно или вместе входить (εἰς τοὺς πόρους ἅμα τινί Arst.);
2 врываться, вторгаться (ὥσπερ πύλης ἀνοιχθείσης Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

συνείσειμι: (εἶμι, Λατ. ibo) εἴσειμι, εἰσέρχομαι ὁμοῦ, Ἀριστ. π. Ἀναπν. 4, 3, π. Χρωμ. 4. 3· δεῦρο σὺ ξυνείσιθι ἐμοὶ Ἀθηνίων ἐν «Σαμόθρᾳξιν» 1. 45.

Greek Monolingual

ΜΑ
εισέρχομαι συγχρόνως («εἰσιόντος τοῦ ἀέρος συνεισιόντα ταῦτα», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + εἴσειμι «εισέχομαι, παρουσιάζομαι»].

Lexicon Thucydideum

una intrare, to enter together, 3.34.2, 4.57.2.