συνεκπνέω

From LSJ

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεκπνέω Medium diacritics: συνεκπνέω Low diacritics: συνεκπνέω Capitals: ΣΥΝΕΚΠΝΕΩ
Transliteration A: synekpnéō Transliteration B: synekpneō Transliteration C: synekpneo Beta Code: sunekpne/w

English (LSJ)

breathe one's last along with, τινι E.IT684, cf. PHerc. 1041.3; σ. τῷ χαίρειν Luc.Laps.3.

German (Pape)

[Seite 1013] (s. πνέω), mit oder zugleich aushauchen, sterben, τινί, Eur. I. T. 684; Luc. amor. 47.

French (Bailly abrégé)

exhaler son souffle ou mourir avec.
Étymologie: σύν, ἐκπνέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-εκπνέω samen (met...) de laatste adem uitblazen, met dat.

Russian (Dvoretsky)

συνεκπνέω: (fut. συνεκπνεύσομαι) одновременно умирать (τινι Eur.): τῷ χαίρειν συνεκπνεῦσαι Luc. умереть со словами поздравления на устах.

Greek Monolingual

Α ἐκπνέω
εκπνέω μαζί με κάποιον, συναποθνήσκω.

Greek Monotonic

συνεκπνέω: μέλ. -πνεύσομαι, εκπνέω, πεθαίνω, καταλήγω μαζί με κάποιον, με δοτ., σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

συνεκπνέω: μέλλ. -πνεύσομαι, ἐκπνέω ὁμοῦ μετά τινος, χρὴ συνεκπνεῦσαί μέ σοι Εὐρ. Ι. Τ. 684· τῷ χαίρειν συνεκπνεῦσαι Λουκ. περὶ Πένθ. 3.

Middle Liddell

fut. -πνεύσομαι
to breathe one's last along with another, c. dat., Eur.