συνεκφεύγω
From LSJ
ὦ θάνατε παιάν, μή μ᾽ ἀτιμάσῃς μολεῖν· μόνος γὰρ εἶ σὺ τῶν ἀνηκέστων κακῶν ἰατρός, ἄλγος δ᾽ οὐδὲν ἅπτεται νεκροῦ. → O death, the healer, reject me not, but come! For thou alone art the mediciner of ills incurable, and no pain layeth hold on the dead.
English (LSJ)
escape with, Id.Im.2.2 codd. (ὑπ- Kayser).
German (Pape)
[Seite 1013] (s. φεύγω), mit entfliehen, Philostr. imagg. 2, 2 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
συνεκφεύγω: ἐκφεύγω ὁμοῦ, θεὸν ὅσα καὶ συνεκφεύγοντας Φιλόστρ. 813.