συνεφιστάνω
From LSJ
Πάντα ταῦτα ἐπείρασα ἐν τῇ σοφίᾳ: εἶπα Σοφισθήσομαι, καὶ αὐτὴ ἐμακρύνθη ἀπ' ἐμοῦ· κτλ. (Εcclesiastes 7:23f., LXX version) → I tried to give proof in wisdom of all those things; I said, I will be wise, but that wisdom was far from me ...
English (LSJ)
v. συνεφίστημι.
Russian (Dvoretsky)
συνεφιστάνω: Polyb. = συνεφίστημι.
German (Pape)
= συνεφίστημι; τοὺς ἀναγιγνώσκοντας, sie aufmerksam machen, spannen, Pol. 10.41.6, und sc. ἑαυτόν, aufmerken, absolut, 4.4.8, od. τινί, auf Etwas, 9.2.7.