συντεκταίνομαι

From LSJ

Κάλλιστόν ἐστι κτῆμα παιδεία βροτοῖς → Doctrina hominibus optima est possessio → für Sterbliche ist Bildung das wertvollste Gut

Menander, Monostichoi, 275
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συντεκταίνομαι Medium diacritics: συντεκταίνομαι Low diacritics: συντεκταίνομαι Capitals: ΣΥΝΤΕΚΤΑΙΝΟΜΑΙ
Transliteration A: syntektaínomai Transliteration B: syntektainomai Transliteration C: syntektainomai Beta Code: suntektai/nomai

English (LSJ)

A help in constructing or making, τὸ πᾶν Pl.Ti.30b, cf. 45b.
2 metaph., help in devising, εἴ τινά οἱ σὺν μῆτιν ἀμύμονα τεκτήναιτο Il.10.19; σ. δόλον A.R.1.1295.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συντεκταίνομαι [σύν, τεκταίνω] samen bouwen; overdr. samen verzinnen.

German (Pape)

mit, zugleich zimmern, bauen, machen; ὄμματα, Plat. Tim. 45b, vgl. 30b und S.Emp. adv.phys. 1.106; δόλον, Ap.Rh. 1.1295; Qu.Sm. 5.132.

Russian (Dvoretsky)

συντεκταίνομαι:
1 строить, образовывать, созидать (τὸ πᾶν Plut.);
2 вместе устраивать, сообща придумывать (μῆτίν τινι Hom. - in tmesi).

Greek (Liddell-Scott)

συντεκταίνομαι: ἀποθετ., τεκταίνομαι, κατασκευάζω ὁμοῦ, βοηθῶ εἰς τὴν κατασκευήν, τὸ πᾶν Πλάτ. Τίμ. 30Β, πρβλ. 45Β. 2) μεταφορ., βοηθῶ εἰς ἐπινόησιν, ὁμοῦ μηχανῶμαι, ἐπινοῶ, εἴ τινά οἱ σὺν μῆτιν ἀμύμονα τεκτήναιτο Ἰλ. Κ. 19· σ. δόλον Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1295.

Greek Monolingual

Α
1. κατασκευάζω κάτι μαζί με άλλον («ψυχήν δὲ ἐν σώματι ξυνιστάς τὸ πᾶν ξυνετεκταίνετο», Πλάτ.)
2. μτφ. επινοώ κάτι μαζί με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + τεκταίνομαι «κατασκευάζω, φιλοτεχνώ»].