σφηνόπους

From LSJ

ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σφηνόπους Medium diacritics: σφηνόπους Low diacritics: σφηνόπους Capitals: ΣΦΗΝΟΠΟΥΣ
Transliteration A: sphēnópous Transliteration B: sphēnopous Transliteration C: sfinopous Beta Code: sfhno/pous

English (LSJ)

πουν, gen. ποδος, with wedge-shaped legs, of a bier, κλίνη IG12(5).593 A 6 (Ceos, V B.C.). [The spelling with -η- shows that σφήν has Att.-Ion. η from ᾱ: cf. σφάνιον.]

Greek Monolingual

-ουν, Α
αυτός που έχει πόδια που μοιάζουν με σφήνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σφήν, -ηνός «σφήνα» + πους «πόδι»].