σφιγγόπους

From LSJ

Ὡς ἡδὺ κάλλος, ὅταν ἔχῃ νοῦν σώφρονα → Quam dulce facies pulchra cum ingenio probo → Wie froh macht Schönheit, wenn sie klugen Sinn besitzt

Menander, Monostichoi, 555
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σφιγγόπους Medium diacritics: σφιγγόπους Low diacritics: σφιγγόπους Capitals: ΣΦΙΓΓΟΠΟΥΣ
Transliteration A: sphingópous Transliteration B: sphingopous Transliteration C: sfiggopous Beta Code: sfiggo/pous

English (LSJ)

ποδος, ὁ, ἡ, with sphinxes' feet, κλῖναι Callix.2; λιβανωτίς Inscr.Délos 1409 Aai 100 (ii B.C.).

German (Pape)

[Seite 1051] ποδος, sphinxfüßig, mit Sphinxfüßen, κλίνη Callix. bei Ath. 197 a.

Greek (Liddell-Scott)

σφιγγόπους: οδος, ὁ, ἡ, ἔχων πόδας Σφιγγός, κλίνη Καλλίξ. παρ’ Ἀθην, 197Α.

Greek Monolingual

-ποδός, ὁ, ἡ, Α
αυτός που τα πόδια του μοιάζουν με τα πόδια της Σφίγγας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σφίγξ, -ιγγός + πούς (πρβλ. σφηνόπους)].