σφουγγίζω

From LSJ

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336

Greek Monolingual

και σπογγίζω ΝΜΑ, και σφογγίζω ΝΜ
1. καθαρίζω μια επιφάνεια με σφουγγάρι, με σπόγγο
2. καθαρίζω ακαθαρσία ή υγρασία (α. «σφούγισε τα χείλια σου!» β. «να σφουγγιστείς καλά στην πλάτη με την πετσέτα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. σπογγίζω (για την εναλλαγή π/φ πρβλ σπόγγος / σφόγγος) με κώφωση του /ο/ σε /u/ (πρβλ. κώδων: κουδούνι)].