σφυροκόπημα
From LSJ
καὶ νῦν περὶ ἀρετῆς ὃ ἔστιν ἐγὼ μὲν οὐκ οἶδα, σὺ μέντοι ἴσως πρότερον μὲν ᾔδησθα πρὶν ἐμοῦ ἅψασθαι, νῦν μέντοι ὅμοιος εἶ οὐκ εἰδότι → so now I do not know what virtue is; perhaps you knew before you contacted me, but now you are certainly like one who does not know
Greek Monolingual
το, Ν
1. η ενέργεια του σφυροκοπώ, κατεργασία μετάλλου με τη σφύρα, σφυρηλασία
2. μτφ. καταφορά συνεχών πληγμάτων εναντίον αντιπάλου («το σφυροκόπημα του πυροβολικού συνεχίστηκε από τα χαράματα ώς το μεσημέρι»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σφυροκοπώ. Η λ., στον πληθ. σφυροκοπήματα, μαρτυρείται από το 1816 στον Στεφ. Καραθεοδωρή].