σωμασκίας

From LSJ

Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σωμασκίας Medium diacritics: σωμασκίας Low diacritics: σωμασκίας Capitals: ΣΩΜΑΣΚΙΑΣ
Transliteration A: sōmaskías Transliteration B: sōmaskias Transliteration C: somaskias Beta Code: swmaski/as

English (LSJ)

-ου, ὁ, one who takes bodily exercise, Poll.3.154; glossed by κατάσαρκος, Hdn.Epim.130.

Greek (Liddell-Scott)

σωμασκίας: -ου, ὁ, ὁ ἀσκούμενος, σωματικῶς, «σωμασκεῖν σωμασκίαι σεσωμασκηκὼς» Πολυδ. Γ΄, 154· ἐν Ἡρῳδιαν. Ἐπιμερ. 430: «σωμασκίας, ὁ κατάσαρκος».

Greek Monolingual

ὁ, Α
1. αυτός που ασκεί το σώμα του, που ασχολείται με τον αθλητισμό
2. σωματώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σωμασκία + κατάλ. -ίας (πρβλ. νεανίας)].