σύμμιγα
From LSJ
Aeschylus, fr. 317
English (LSJ)
Adv. promiscuously with, c. dat., Hdt.6.58.
German (Pape)
[Seite 982] adv., gemischt, zugleich mit, τινί, Her. 6, 58.
French (Bailly abrégé)
adv.
confusément, pêle-mêle avec, τινι.
Étymologie: συμμίγνυμι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σύμμιγα [συμμείγνυμι] adv., gemengd, samen, met dat. met iem.
Russian (Dvoretsky)
σύμμῐγᾰ: adv. совместно, вместе (τισι ποιεῖν τι Her.).
Greek Monolingual
Α
επίρρ. μαζί με κάποιον, συμμίκτως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. συμμιγ- του συμμιγνύω «αναμιγνύω, ανακατεύω» + επιρρμ. κατάλ. -α].
Greek Monotonic
σύμμῐγᾰ: επίρρ., μαζί, ανάμεικτα με άλλους, ανάκατα, με δοτ., σε Ηρόδ.
Greek (Liddell-Scott)
σύμμῐγᾰ: Ἐπίρρ., συμμίκτως, μίγδην, ὁμοῦ μετά τινος, σύμμιγα τῇσι γυναικὶ κόπτονται Ἡρόδ. 6. 58.
Middle Liddell
promiscuously with others, c. dat., Hdt.