σύμπλεως
From LSJ
German (Pape)
[Seite 988] ων, ganz angefüllt, δένδρων, Xen. An. 1, 2, 22, hat Krüger nach mss. für ἔμπλεως geschrieben.
French (Bailly abrégé)
ως, ων;
tout plein.
Étymologie: σύν, πλέως.
Greek Monolingual
-ων, Α
βλ. σύμπλεος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σύμ-πλεως -α -ων helemaal vol met, met gen.
Russian (Dvoretsky)
σύμπλεως: заполненный, сплошь покрытый (δένδρων καὶ ἀμπέλων Xen. - v. l. ἔμπλεως).