Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σύμπνους

From LSJ

Νέος πεφυκὼς πολλὰ χρηστὰ μάνθανε → Dum floret aetas, disce, quod scitum decet → In jungem Alter lerne viel, was brauchbar ist

Menander, Monostichoi, 373
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύμπνους Medium diacritics: σύμπνους Low diacritics: σύμπνους Capitals: ΣΥΜΠΝΟΥΣ
Transliteration A: sýmpnous Transliteration B: sympnous Transliteration C: sympnous Beta Code: su/mpnous

English (LSJ)

-ουν, contr. for σύμπνοος.

French (Bailly abrégé)

ους, ουν :
att. c. σύμπνοος.

Greek Monolingual

-ουν και σύμπνοος, -οον, Α συμπνέω
1. αυτός που ζωογονείται από την ίδια πνοή («τὸ φύσει διοικεῖσθαι τόνδε τὸν κόσμον, σύμπνουν καὶ συμπαθῆ αὐτὸν αὐτῷ ὄντα», Πλούτ.)
2. σύμφωνος, ταιριαστός
3. ομόγνωμος.

Middle Liddell

σύμπνους, ουν, συμπνέω
animated by one breath, in accord with, τινι Anth.

German (Pape)

zusammengezogen aus σύμπνοος.