σύρφαξ

From LSJ

Σιγᾶν ἄμεινον ἢ λαλεῖν, ἃ μὴ πρέπει → Decet tacere quam loqui, quae non decet → Schweig besser still, als dass du sagst, was du nicht darfst

Menander, Monostichoi, 484
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύρφαξ Medium diacritics: σύρφαξ Low diacritics: σύρφαξ Capitals: ΣΥΡΦΑΞ
Transliteration A: sýrphax Transliteration B: syrphax Transliteration C: syrfaks Beta Code: su/rfac

English (LSJ)

-ᾱκος, ὁ,
A = συρφετός 2a, Ar.V.673 (anap.), Luc.Lex.4, etc.
II as adjective, = συρφετώδης, δῆμος Anon. ap. Suid.

German (Pape)

[Seite 1041] ακος, ὁ, 1) = συρφετός, σύρφος; Ar. Vesp. 673 τὸν μὲν σύρφακα τὸν ἄλλον ἐκ κηθαρίου λαγαρυζόμενον, nach Schol. τὸ ἱκανὸν πλῆθος τῶν δικαστῶν, τὸν ὀχλώδη καὶ συρφετώδη, ἐξ εὐτελῶν τρεφόμενον. Vgl. Luc. Leziph. 4 Iov. Trag. 53. – 2) als adj. = συρφετώδης, Suid.

French (Bailly abrégé)

ακος (ὁ) :
tas d'immondices ; fig. ramassis de gens, populace.
Étymologie: σύρω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σύρφᾱξ -ᾱκος, ὁ [~ σύρω] gepeupel.

Russian (Dvoretsky)

σύρφαξ: ᾱκος ὁ досл. куча мусора, свалка, перен. подонки, сброд, отребье Arph., Luc.

Greek Monolingual

-ακος, ὁ, Α
1. το ατάκτως συναθροιζόμενο πλήθος, ο συρφετός
2. ως επίθ. συρφετώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σύρω, με δασύ χειλικό ένθημα -φ- + επίθημα -αξ].

Greek Monotonic

σύρφαξ: -ᾱκος, ὁ, = συρφετός 1, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

σύρφαξ: -ᾱκος, ὁ, = συρφετός Ι. 1, Ἀριστοφ. Σφ. 678, Λουκ. Λεξιφ. 4, κτλ. ΙΙ ὡς ἐπίθ. = συρφετώδης, Σουΐδ.

Middle Liddell

σύρφαξ, ᾱκος, = συρφετός 1, Ar.]