τέρυς
ἀλλὰ τί ἦ μοι ταῦτα περὶ δρῦν ἢ περὶ πέτρην → why all this about trees and rocks, why all these things we have nothing to do with
German (Pape)
[Seite 1095] υος, ὁ, ἡ, τέρυ, eigtl. abgerieben, aufgerieben, erschöpft, schwach; ἵππος, ein abgejagtes od. alterschwaches Pferd, wie τερύνης ὄνος, ein alter, abgetriebener Esel, Hesych. Das Wort scheint ursprünglich einerlei mit τέρην zu sein, welches aber ausschließlich im guten Sinne gebraucht wird.
Greek (Liddell-Scott)
τέρυς: -υος, ὁ, ἡ (τείρω) = ἀσθενής, λεπτός, «τέρυ· ἀσθενές, λεπτὸν» Ἡσύχ., «τέρυας ἵππους· οὕτω λέγονται ὅσοι ἀδ[δ]ηφάγοι εἰσί. ἔνιοι τοὺς ἀσθενεῖς» - ὁ αὐτ. μνημονεύει καί: «τερύνης - τετριμμένος ὄνος».
Greek Monolingual
-υος, ὁ, ἡ, τέρυ Α
(κατά τον Ησύχ.) α) (η αιτ. πληθ. του αρσ.) τέρυας
«ἵππους
οὕτω λέγονται ὅσοι ἀδηφάγοι εἰσί
ἔνιοι τοὺς ἀσθενεῖς»
β) τέρυ
«ἀσθενές, λεπτόν».
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. τέρην.
Frisk Etymology German
τέρυς: {térus}
Meaning: zart, schwach nur in τέρυ· ἀσθενές, λεπτόν H., τέρυας ϊππους· οὕτω λέγονται ὅσοι ἀδδηφάγοι εἰσί. ἔνιοι τοὺς ἀσθενεῖς H.
Derivative: Daneben τερύνης· τετριμμένος ὄνος, καὶ γέρων ἢ δυσανάληπτος γέρων; τερύσκεται· νοσεῖ, φθίνει, τερύσκετο· ἐτείρετο H. (wie μεθύσκω : μέθυ).
Etymology : Zu τερύνης vgl. aind. táruṇa-, aw. tauruna-’jung, zart’; neben dem zweisilbigen τερυ- steht τρυ- in τρύω (s.d.); vgl. noch zu τιτρώσκω. Zum Stammwechsel in τέρυ : τέρην Benveniste Origines 51 und 122, auch Specht Ursprung 129. Ein entsprechender s-Stamm kann in κυκλοτερής rund gedrechselt (vgl. zu κύκλος) vorliegen; zur Bed. vgl. Hdt. 4, 36 : τὴν γῆν ἐοῦσαν κυκλοτερέα ὡς ἀπὸ τόρνου. Weitere, mehr oder weniger hypothetische Kombinationen bei WP. 1, 728 ff., Pok. 1070 f.; auch Bq s.v. und Mayrhofer s. táruṇaḥ.
Page 2,883