ταυρέλαφος

From LSJ

Εὐδαίμονες οἷσι κακῶν ἄγευστος αἰών → Blessed are those whose lives have no taste of suffering

Sophocles, Antigone, 583
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ταυρέλᾰφος Medium diacritics: ταυρέλαφος Low diacritics: ταυρέλαφος Capitals: ΤΑΥΡΕΛΑΦΟΣ
Transliteration A: taurélaphos Transliteration B: taurelaphos Transliteration C: tavrelafos Beta Code: taure/lafos

English (LSJ)

ὁ, tame Indian buffalo, Cosmas Indicopleustes ΙΙ (ed. E. O. Winstedt, Cambr. 1909); also a wild Ethiopian species, ibid., Ael.NA17.45.

German (Pape)

[Seite 1073] ὁ, der Stierhirsch, ein gezähmtes Lastthier bei den Indern; Ael. H. A. 17, 45; Cosm. Indopl.

Greek (Liddell-Scott)

ταυρέλᾰφος: ὁ, εἶδος ζῴου χρησιμεύοντος πρὸς μεταφορὰν φορτίων, ἐν τῇ Ἰνδικῇ κατὰ τὸν Κοσμᾶ ἐν Τοπογρ. Χριστ. 334Ε. πρβλ. Αἰλ. π. Ζ. 17. 45· ὡσαύτως, ταυρελέφας, Φιλοστόργιος ἐν Ἐκκλ. Ἱστ. 3. 11, Νικηφ. 9. 19, πρβλ. Ἰακώψιον εἰς Αἰλ. ἔνθ’ ἀνωτ.

Greek Monolingual

ὁ, Α
1. (στην Ινδία) ήμερος ταύρος
2. (στην Αιθιοπία) είδος άγριου ζώου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταῦρος + ἔλαφος.