ταυρελάτης

From LSJ

Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ταυρελάτης Medium diacritics: ταυρελάτης Low diacritics: ταυρελάτης Capitals: ΤΑΥΡΕΛΑΤΗΣ
Transliteration A: taurelátēs Transliteration B: taurelatēs Transliteration C: tavrelatis Beta Code: taurela/ths

English (LSJ)

[ᾰ], ου, ὁ, (ἐλαύνω)
A ox-driver, PGoodsp.Cair.30 vi8 (ii A.D.), PFlor.134.3 (iii A.D.), etc.
II a Thessalian horseman who played a principal part in the bullfight, toreador, τ. χορὸς ἀνδρῶν AP9.543 (Phil.), cf. Hld. 10.30.

German (Pape)

[Seite 1073] ὁ, eigtl. ein Stiertreiber, bes. ein thessalischer Reiter, der bei den Stierhetzen, ταυροκαθάψια, im vollen Laufe vom Pferde auf den Stier sprang und ihn an den Hörnern niederdrückte oder ihm eine Schlinge über den Hals warf; Philp. 62 (IX, 543); vgl. Heliod. 10, 12.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
sorte de toréador, cavalier thessalien habile à chasser et à terrasser le taureau.
Étymologie: ταῦρος, ἐλαύνω.

Russian (Dvoretsky)

ταυρελάτης: ου ὁ (в Фессалии) всадник, обученный травле быков (род тореадора) Anth.

Greek (Liddell-Scott)

ταυρελάτης: [ᾰ], -ου, ὁ, (ἐλαύνω) ὁ ἐλαύνων ταύρους· - ἱππεὺς Θεσσαλὸς λαμβάνων ἐνεργότατον μέρος εἰς τὰ ταυροκαθάψια, ταυρομαχίαν, ταυρομάχος, Ἀνθ. Π. 9. 543, Ἡλιόδ. 10. 30.

Greek Monolingual

ὁ, Α
βλ. ταυρηλάτης.

Greek Monotonic

ταυρελάτης: [ᾰ], -ου, ὁ (ἐλαύνω), αυτός που οδηγεί ταύρους· Θεσσαλός ιππέας που λάμβανε ενεργό μέρος στα ταυροκαθάψια, ταυρομάχος, σε Ανθ.

Middle Liddell

τᾰυρ-ελάτης, ου, ὁ, ἐλαύνω
a bull-driver:—a Thessalian bull-fighter, tauridor, Anth.